βουρκάρι

βουρκάρι
το болото, трясина, топь

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "βουρκάρι" в других словарях:

  • βουρκάρι — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ., 94 κάτ.) της Κέας (Τζια). Βρίσκεται στα βορειοδυτικά παράλια του νησιού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κέας (Ιουλίδος) του νομού Κυκλάδων. * * * το [βούρκος] περιοχή με βούρκο …   Dictionary of Greek

  • Korissia (Kea) — Korissia Κορησσία …   Deutsch Wikipedia


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»